- προσγράφω
- ΝΜΑ1. προσθέτω κατά την γραφή το γράμμα ιώτα (ι) κοντά σε φωνήεν αντί υπογεγραμμένης2. (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) η προσγεγραμμένητο ι όταν τίθεται δίπλα σε φωνήεν αντί υπογεγραμμένηςαρχ.1. γράφω κάτι επί πλέον («ἄν τι προσγράψαι βουληθῇ ἢ ἀπαλεῑψαι», Δημοσθ.)2. προσθέτω κάτι ή κάποιον σε κατάλογο, καταγράφω («προσέγραψε τοὺς εὐνούχους εἰς τὰ. τῶν σωφρονούντων ἤθη», Φιλόστρ.)3. αποδίδω, απονέμω4. ορίζω5. ζωγραφίζω με κάποιον ή κοντά σε κάτι6. μέσ. προσγράφομαια) ενεργώ ώστε να εγγραφεί σε κατάλογο κάποιος ή κάτι επί πλέον («μὴ προσγραψάμενος τὴν αὐτὴν φυλακὴν ἥν περ περὶ τῶν εἰσφορῶν φαίνει», Δημοσθ.)β) αναγράφω τον εαυτό μου7. παθ. (για κτήμα) σημειώνομαι για δήμευση8. (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ προσγεγραμμέναοι όροι που έχουν προστεθεί σε μία συνθήκη.
Dictionary of Greek. 2013.